- αἰθερίῳ
- αἰθέριοςofmasc/neut dat sgαἰθέριοςofmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αἰθερίωι — αἰθερίῳ , αἰθέριος of masc/neut dat sg αἰθερίῳ , αἰθέριος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)